ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΜΑΣ

"...απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά..."

"Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό". Γιώργος Σεφέρης

Τα έθνη δημιουργούν τα κράτη, όχι τα κράτη τα έθνη




Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΝΤ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΘΟΔΕΥΜΕΝΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.


Προοίμιο: Η ψευδής φήμη που φέρει το νερό ως ανάγκη και όχι ως αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου
Είναι αυτονόητο, προφανές και εύληπτο δικαίωμα κάθε ανθρώπου που ζει στη γη να έχει ελεύθερη πρόσβαση στους υδατικούς πόρους της πατρίδας, της περιοχής, του μικροσκοπικού ή μακροσκοπικού οικοσυστήματος που ζει, καθώς ως γνωστόν το πόσιμο νερό είναι πολύτιμο αγαθό και συστατικό άρρηκτα συνδεδεμένο με την ίδια την ύπαρξη της βιολογικής συνέχειας στον πλανήτη του. Το πόσιμο νερό στη γη είναι πεπερασμένο και ποσοτικά περιορισμένο, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 1% του συνολικού αποθέματος υδάτων. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται διαρκώς κατά 85 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, ωστόσο η κατά κεφαλή χρήση γλυκού νερού διπλασιάζεται κάθε είκοσι χρόνια με ρυθμό δύο φορές μεγαλύτερο από την πληθυσμιακή ανάπτυξη. Οι καθιερωμένες πρακτικές, όπως μεγάλης κλίμακας γεωργική εκμετάλλευση, άρδευση διά καταιονήσεως, κατασκευή τεράστιων φραγμάτων, διαχείριση τοξικών αποβλήτων, καταστροφή υδροβιότοπων και δασών, καθώς και η αστική και βιομηχανική ρύπανση, έχουν επιβαρύνει σε τέτοιο βαθμό το νερό της επιφάνειας του πλανήτη ώστε να εξορύσσονται τα υπόγεια αποθέματα πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι μπορεί η φύση να τα ανανεώσει. Οι περιοχές όπου τα αποθέματα νερού στερεύουν περιλαμβάνουν τη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Κίνα, το Μεξικό, την Καλιφόρνια και σχεδόν 25 χώρες της Αφρικής. Σήμερα 31 χώρες και πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε καθαρό νερό. Κάθε οκτώ δευτερόλεπτα ένα παιδί πεθαίνει από μολυσμένο νερό. Η παγκόσμια κρίση γλυκών υδάτων εμφανίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την επιβίωση του πλανήτη μας. Στην σύγχρονη εποχή της πολυδιαφημιζόμενης και επιβουλευόμενης παγκοσμιοποίησης οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Ε) και η Παγκόσμια Τράπεζα (Π.Τ) με τις πρακτικές τους συντείνουν στην μεθοδευμένη μετατροπή του γλυκού νερού από δωρεάν φυσικό αγαθό του πλανήτη σε παράγωγη μετοχή που θα αγοράζεται και θα πωλείται ως προϊόν επιχειρηματικής ευκαιρίας (business opportunity) στα χρηματιστήρια και στις διεθνείς αγορές, όπως συμβαίνει με το πετρέλαιο, μέσω της θεωρίας πώλησης της ανάγκης και όχι του ανθρώπινου δικαιώματος, αφήνοντας τις διεθνείς αγορές να καθορίσουν το μέλλον του. Για την υποστήριξη αυτού του σκοπού δημιουργήθηκαν παράπλευροι οργανισμοί «αρωγής» που συνδέονται και ελέγχονται άμεσα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις των ΗΠΑ, όπως πχ η USAID, η DFID της Βρετανίας, η GT2 της Γερμανίας και άλλες, που δρουν ως παραρτήματα ταμείων «βοήθειας» της Ευρωπαϊκής ένωσης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Το εν λόγω σχέδιο απαιτεί χρόνο, μεθοδικότητα, συλλογικότητα, προσφυή προγραμματισμό και σύνταξη αυστηρού χρονοδιαγράμματος ώστε κατ’ αρχήν να εντοπιστούν και να στοιχειοθετηθούν όλες οι πηγές του πόσιμου νερού ανά τον πλανήτη, κατά δεύτερον να δημιουργηθούν εκδηλώσεις ενδιαφέροντος επενδυτικών ομίλων και hedge funds, στη συνέχεια να διενεργηθούν διαγωνισμοί και αναθέσεις έργων σε μελετητικές και κατασκευαστικές εταιρίες που θα εκπονήσουν και εκτελέσουν το σχέδιο. Κατόπιν να αναλάβουν οι διαφημιστικές εταιρίες που θα διαφημίσουν το ίδιο το προϊόν (νερό) ή τα παράγωγά του (πχ αναψυκτικά κλπ) στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου τα δεύτερα θα προβάλλουν τις εν λόγω διαφημίσεις, και τέλος να επιληφθούν σε κρατικό επίπεδο οι υπερχρεωμένες κυβερνήσεις – ανάδοχοι (ελλείψει δανείων) που τεχνηέντως θα παραπλανήσουν την κοινή γνώμη των κρατών τους προβάλλοντας απόψεις του τύπου: «η ιδιωτικοποίηση των εθνικών υδατικών πόρων αποτελεί υψίστης σημασίας βήμα για την βελτίωση της εθνικής οικονομίας» κλπ, εκβιαζόμενες από το ΔΝΤ και την ΠΤ να υπογράψουν συμβόλαια ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων υπηρεσιών ύδατος εισάγουν ένα νέο πλαίσιο οικονομικών απαιτήσεων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών τόσο για το πόσιμο νερό όσο και για τις υπηρεσίες αποχέτευσης και υγιεινής. Αυτές συνίστανται κυρίως από τις απαιτήσεις των μετόχων για κέρδη και μερίσματα, τα οποία όμως δεν επαναδιατίθενται ως επενδύσεις στον ίδιο κλάδο της όποιας εταιρίας αλλά σε άλλες δραστηριότητες του εκάστοτε επενδυτικού ομίλου. Το βασικό επιχείρημα των θιασωτών των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα θεωρητικά οφέλη που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό. Ωστόσο η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αποδεχθεί ότι ο ανταγωνισμός στη διαχείριση υδατικών πόρων είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Όχι μόνο τα συστήματα παροχής νερού είναι φυσικά μονοπώλια αλλά και οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο τομέα είναι μόλις δυο: η Vivendi και η Suez-Lyonnaise. Μια τρίτη (επίσης γαλλική) πολυεθνική , η SAUR, διατηρεί κυρίαρχη θέση στην Αφρική. Βρετανικές εταιρείες όπως η Thames Water (που τώρα ανήκει στον γερμανικό όμιλο RWE), η Anglian Water και η International Water (που ανήκει από κοινού σε δυο κατασκευαστικές πολυεθνικές την αμερικανική Bechtel και την ιταλική Edison), έχουν επίσης μερίδιο στην αγορά, ενώ προσπάθειες της αμερικανικής Azurix (που ανήκε στην γνωστή για τα ογκωδέστατα οικονομικά σκάνδαλα  Enron) για μια δυναμική είσοδο στον τομέα υπήρξαν αποτυχημένες. Οι ιδιωτικοποιήσεις αναμένεται μερικές φορές ότι μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές. Η εμπειρία όμως δείχνει διαφορετικά αποτελέσματα. Στη Γαλλία όπου ένα μέρος του νερού το διαχειρίζονται δημοτικές αρχές και το υπόλοιπο ιδιωτικές επιχειρήσεις, όλες οι μελέτες αποδίδουν ακριβότερες υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα (σε ποσοστό 13% για το έτος 1999). Τα περισσότερα συμβόλαια παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης έχουν πολυετή διάρκεια (20-30 έτη). Προγράμματα Κατασκευής – Λειτουργίας και Μεταφοράς (Build-Operate-Transfer, BOT), συνήθως κάνουν χρήση συμβολαίων αντίστοιχης διάρκειας. Όμως λόγω νομικών περιορισμών και των εμπλεκόμενων κυβερνητικών διαδικασιών, τα συμβόλαια αυτά είναι σχεδόν αδύνατο να «σπάσουν», ακόμα κι όταν η απόδοση από μέρους της εταιρίας είναι ανεπαρκής. Προβλήματα τέτοιου είδους έχουν προκύψει στο Τουκουμάν της Αργεντινής, το Σεγκέντ της Ουγγαρίας και την Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας. Οι εμπλεκόμενες ιδιωτικές εταιρίες οχυρώθηκαν πίσω από δικαστικές διεκδικήσεις αποζημιώσεων που κάνουν την διακοπή των συμβολαίων τους πρακτικά αδύνατη. Έτσι ένας μικρός αριθμός υπερεθνικών εταιριών, υποστηριζόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αποβλέπουν στον έλεγχο της διαχείρισης των υπηρεσιών δημοσίας ύδρευσης σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, αυξάνοντας δραματικά την τιμή του νερού για τους ντόπιους κατοίκους και βγάζοντας κέρδος, ιδιαίτερα από τις απελπισμένες προσπάθειες του Τρίτου Κόσμου να επιλυθεί η κρίση του νερού. Οι εν λόγω εταιρίες διατείνονται και προβάλλουν στην κοινή γνώμη τη θέση ότι η μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων νερού έχει δημιουργήσει μια θαυμάσια επιχειρηματική ευκαιρία για τις πολυεθνικές εταιρίες ύδατος και τους επενδυτές τους. Η λογική τους είναι ξεκάθαρη: Το νερό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, με τις χρήσεις του να καθορίζονται από τους οικονομικούς κανόνες του κέρδους. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας γνώριζε πριν από τον περισσότερο κόσμο για την επερχόμενη κρίση του νερού και επεδίωξε να εκμεταλλευτεί έναν πόρο που ο ίδιος βλέπει σαν «γαλάζιο χρυσό». Σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ύδατος ανέρχονται πια στο 40% των κερδών του πετρελαϊκού τομέα και είναι ήδη σημαντικά υψηλότερα από εκείνα του φαρμακευτικού τομέα, αγγίζοντας το 1 τρις δολ. Επί του παρόντος, ωστόσο, μόνο το 5% του νερού σε όλο τον κόσμο είναι στα χέρια ιδιωτών, οπότε είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις προσβλέπουν σε τεράστια κέρδη καθώς η κρίση του νερού επιδεινώνεται. Το 1999 η αμερικανική βιομηχανία ύδατος σημείωσε κέρδη άνω των 15 δις δολ., ενώ όλες οι μεγάλες εταιρίες νερού έχουν πλέον εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Ο τομέας του εμφιαλωμένου νερού αποτελεί επίσης μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και λιγότερο ρυθμισμένες ελεγκτικά από κρατικές υπηρεσίες βιομηχανίες, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%. Πέρυσι σχεδόν 90 δις λίτρα εμφιαλωμένου νερού πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος σε μη ανανεώσιμα πλαστικά μπουκάλια, αποφέροντας κέρδος 22 δις δολ. σε αυτή τη βιομηχανία που ρυπαίνει ασυστόλως το περιβάλλον. Εταιρίες εμφιάλωσης όπως η Nestle, η Coca-Cola και η Pepsi συμμετέχουν σε μια διαρκή αναζήτηση για νέα αποθέματα νερού. Σε αγροτικές περιοχές όλου του κόσμου τα εταιρικά συμφέροντα εξαγοράζουν γεωργικές εκτάσεις, γαίες ιθαγενών και συνολικά οικοσυστήματα, αναζητώντας νέες τοποθεσίες κατά το πέρας εξάντλησης των πηγών. Βίαιες αντιπαραθέσεις ξεσπούν σε πολλά μέρη με αφορμή αυτές τις «αρπαγές νερού», ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο. Όπως αναφέρει στέλεχος ιδιωτικής εταιρίας παροχής υπηρεσιών ύδατος, το νερό αποτελεί πλέον «ένα αναγκαίο αγαθό σε ανεπάρκεια και μπορεί να παρθεί διά της βίας». Ορισμένες πολυεθνικές εμπλέκονται στην κατασκευή τεράστιων αγωγών για τη μεταφορά γλυκού νερού για εμπορική χρήση, ενώ άλλες κατασκευάζουν γιγάντια δεξαμενόπλοια και τεράστιους σφραγισμένους σάκους για να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες νερού σε πελάτες οι οποίοι προτίθενται να πληρώσουν. Όπως επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το νερό σύντομα πρόκειται να μεταφέρεται ανά τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρεται το πετρέλαιο». Η μαζική μεταφορά του νερού δύναται να προκαλέσει δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες. Έχουν διατυπωθεί προτάσεις για αναστροφή της ροής των ποταμιών στις βόρειες περιοχές του Καναδά. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των σχεδίων αυτών θα είναι μεγαλύτερες απ’ ότι προκάλεσε η κατασκευή του φράγματος των Τριών Φαραγγιών στον ποταμό Γιανγκτσέ της Κίνας.
Όπως προαναφέρθηκε βασικοί αρωγοί στις προαναφερθείσες προσπάθειές είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που εξαναγκάζουν ολοένα και περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου να εγκαταλείψουν τα δημόσια συστήματα ύδρευσής τους και να συνάψουν συμβόλαια με τις πολυεθνικές εταιρίες «γίγαντες» του ύδατος ως προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων προκειμένου να ελαφρυνθεί το χρέος τους. Η θέση των εταιριών αυτών στην Ευρώπη και στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι πολύ καλά εδραιωμένη: τεράστια κέρδη, υψηλότερες τιμές νερού, διακοπές παροχής σε πελάτες που αδυνατούν να πληρώσουν, καμία διαφάνεια στις συναλλαγές τους, μειωμένη ποιότητα νερού, διαφθορά, μαύρο χρήμα, χρηματισμοί μέσω ενεργητικών και παθητικών δωροδοκιών.
Όμως η ουσία του προβλήματος της τάσης εμπορευματοποίησης του νερού προσιδιάζει με τις οικονομικές θεωρίες και τις δράσεις διεθνών οργανισμών που ιδρύθηκαν με την προτροπή των ΗΠΑ με σκοπό να εφαρμοστούν οι συγκεκριμένες θεωρίες στην πράξη. Οι συγκεκριμένοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί που άπτονται του ενδιαφέροντος της παρούσης μελέτης και έχουν αποδεδειγμένα συμβάλλει τα μέγιστα στην ιδιωτικοποίηση των παγκόσμιων υδατικών πόρων είναι οι:  Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ) ιδρύθηκε με την προτροπή των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δύο κατ’ εξοχήν καπιταλιστικών κρατών και κυρίαρχων νικητών του Β’ παγκοσμίου πολέμου , μετά το τέλος του εν λόγω πόλεμου (1945) και συγκεκριμένα στις 27 Δεκεμβρίου του 1945 κατόπιν συνομολόγησης 39 Χωρών, στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσιγκτον.  Αρχιτέκτονες της δημιουργίας του ήταν ο διεθνούς φήμης άγγλος οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς, υπέρμαχος της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, και ο βοηθός υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Χάρι Γουάιτ. Η δημιουργία του ΔΝΤ υπάκουσε στην ανάγκη για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του κόσμου. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1945 εγκρίθηκε το καταστατικό του και την 1η Μαρτίου του 1947 άρχισε η λειτουργία του, με πρώτο διευθυντή τον βέλγο Καμίγ Γκιτ. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, δημιουργήθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και σήμερα αριθμούν 184 μέλη. Για διάφορους λόγους, δεν συμμετέχουν η Βόρειος Κορέα, η Κούβα, το Λίχτενσταϊν, η Ανδόρα, το Μονακό, το Τουβαλού και το Ναούρου. Η ίδρυση του Οργανισμού αυτού είχε προπαρασκευαστεί κατά τη Διεθνή Νομισματική και Χρηματοδοτική Συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Μπρέτον Γουντς του Νιού Χαμσάιρ των ΗΠΑ, ενάμισι χρόνο πριν και δη από 1ης Ιουλίου μέχρι 22 Ιουλίου του 1944. Έδρα του Οργανισμού ορίσθηκε η Ουάσιγκτον ως πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ισοζύγια πληρωμών, προσφέροντας «οικονομική και τεχνική βοήθεια» όταν του ζητηθεί. Ιδρύθηκε δε λόγω της διαταραχής του ενεργειακού ισοζυγίου και του πετρελαϊκού ελλείμματος που αντιμετώπισαν οι Αμερικάνοι κατά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου εν όψει της ανάληψης υποχρέωσης από την μεριά τους για την ενεργειακή τροφοδότηση της τότε χειμαζόμενης από την οικονομική καταστροφή Ευρωπαϊκής Ηπείρου. (Σχέδιο Μάρσαλ : Κεϋνσιανή εκδοχή του οικονομικού κραχ του 1929 που την απέδιδε στην αιφνίδια πτώση της συνολικής ζήτησης και στην νομισματική συρρίκνωση. Ο όρος Κεϋνσιανή προέρχεται από τον Βρετανό οικονομολόγο Τζον Μέυναρντ Κέυνς, γεννήθηκε στο Καίμπριτζ και πέθανε στο Μπράιτον της Αγγλίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και αργότερα εργάστηκε εκεί ως βοηθός και καθηγητής. 'Ασκησε κριτική στη συνθήκη των Βερσαλιών, με την οποία έκλεισε ο α' παγκόσμιος πόλεμος. Στο επιστημονικό σύγγραμμα του «The Economic Consequences of the Peace» προέβλεψε ότι οι υψηλές πολεμικές επανορθώσεις που επεβλήθησαν στη Γερμανία, θα την οδηγούσαν σε οικονομική κρίση, αύξηση του εθνικισμού και ενίσχυση του στρατιωτικού κατεστημένου σ' αυτή τη χώρα. Οι προβλέψεις του Κέυνς δεν εισακούστηκαν και όλοι έζησαν την επαλήθευσή τους μέχρι το Β' παγκόσμιο πόλεμο.  Στο κύριο βιβλίο του «The General Theory of Employment, Interest and Money» ασχολήθηκε με την οικονομική ύφεση, τους κύκλους ανόδου και καθόδου της οικονομίας και το συσχετισμό τους με την ανεργία. Κατά τη γνώμη του Κέυνς δεν είναι δυνατόν να αυτοϊαθεί μία οικονομία με κρατική παρέμβαση παρά μόνο στους τομείς φορολογήσεως, επενδύσεων και κοινωνικής πολιτικής μπορεί να ελεγχθεί η ανεργία. Η αποταμίευση σε χρόνια ύφεσης επιδεινώνει την κατάσταση λόγω περιορισμένης καταναλώσεως και κατά συνέπεια μειωμένων επενδύσεων. Το κράτος πρέπει λοιπόν να επεμβαίνει για την τόνωση της ζήτησης ως υποκατάστατο της ελλιπούς ιδιωτικής ζήτησης. Στο νομισματικό συνέδριο του Bretton Woods το 1944 ο Κέυνς εκπροσωπούσε τη Μεγάλη Βρετανία και υποστήριξε με πάθος τη δημιουργία της Διεθνούς Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι ιδέες του Κέυνς επηρέασαν την οικονομική πολιτική πολλών κυβερνήσεων μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο και ονομάστηκαν «κευνσιανισμός». Αυτή η οικονομική πολιτική υιοθετήθηκε στις μεταπολεμικές δεκαετίες από τα συνδικαλιστικά σωματεία της Ευρώπης και της Αμερικής. – Σχέδιο Μάρσαλ από τον τότε ομώνυμο υπουργό αμύνης των ΗΠΑ). 
Ο ουσιαστικός σκοπός της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου ήταν ο πολιτικός (και αστυνομικός) έλεγχος του παγκόσμιου πετρελαίου με την σύσταση του ΝΑΤΟ (1949) και η δημιουργία ενός αποθεματικού νομίσματος που θα εγγυάτο την ήδη υπάρχουσα αναλογία από τις αρχές του εικοστού αιώνα, δηλαδή την ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό στα 35 δολάρια ανά ουγγιά (κανόνας του χρυσού). Κύριος σκοπός του ΔΝΤ ήταν και παραμένει εισέτι η προώθηση της διεθνούς νομισματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών με την ισόρροπη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Για τον σκοπό αυτό προωθούνται συγκεκριμένα μέτρα ή αν κριθεί αναγκαίο αποφασίζονται ιδιαίτερα μέτρα, μεταξύ των οποίων είναι:
  1. Η ενιαία διαδικασία ομαλής προσαρμογής εκάστου κράτους μέλους στις συναλλαγματικές ισονομίες.
  2. Διεθνείς διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις σημαντικών αλλαγών των ακολουθουμένων συναλλαγματικών πρακτικών.
  3. Επιβολές ορισμένων περιοριστικών συναλλαγματικών μέτρων και τέλος
  4. Άρση των παραπάνω περιοριστικών μέτρων κατόπιν διαπιστωμένης βελτίωσης οικονομικής θέσης του κάθε κράτους μέλους.
Ανώτατο διοικητικό όργανο του ΔΝΤ είναι το λεγόμενο «Συμβούλιο των   Διοικητών» στο οποίο εκπροσωπείται κάθε κράτος μέλος με ένα Διοικητή και έναν αναπληρωματικό για πέντε συνεχή έτη. Το Συμβούλιο αυτό συνέρχεται μία φορά ετησίως στη λεγόμενη "Τακτική Σύνοδο". Κατά τη διάρκεια της συνόδου αυτής εγκρίνονται τα πεπραγμένα του Οργανισμού, εκλέγονται νέοι διευθυντές, ενώ λαμβάνονται διάφορες αποφάσεις όπως π.χ. τυχόν αλλαγή ισοτιμιών, περί εισόδου νέων μελών κλπ. Ο Διοικητικός Διευθυντής του Συμβουλίου προΐσταται του Εκτελεστικού Συμβουλίου καθώς και όλου του προσωπικού του Οργανισμού. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο ασχολείται κυρίως με θέματα τρέχουσας φύσεως του Οργανισμού αφού για τα σημαντικότερα επιλαμβάνεται το Συμβούλιο των Διοικητών. Το 1995 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) άρχισε να εργάζεται για τη δημιουργία προτύπων διάχυσης δεδομένων (data dissemination) με στόχο να καθοδηγήσει τις χώρες-μέλη του ΔΝΤ να δημοσιοποιούν στο κοινό τα οικονομικά τους στοιχεία. Η Διεθνής Νομισματική και Οικονομική Επιτροπή (ΔΝΟΕ) προσυπέγραψε τα πρότυπα, τα οποία χωρίζονται σε δύο συστήματα: το (1) Σύστημα Διάχυσης Γενικών Δεδομένων (GDDS - General Data Dissemination System) και (2) το Πρότυπο Διάχυσης Ειδικών Δεδομένων (SDDS - Special Data Dissemination Standard). Το εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ ενέκρινε τα SDDS και GDDS το 1996 και το 1997 αντίστοιχα, ενώ ακολούθησαν τροποποιήσεις οι οποίες εκδόθηκαν στον αναθεωρημένο "Οδηγό στο Σύστημα Διάχυσης Γενικών Δεδομένων" (Guide to the General Data Dissemination System). Το σύστημα απευθύνεται κυρίως σε στατιστικολόγους και στοχεύει να βελτιώσει πολλές πτυχές στα στατιστικά συστήματα των χωρών. Η βασική αποστολή του ΔΝΤ είναι να παρέχει «οικονομική βοήθεια» σε χώρες που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, φυσικά με το αζημίωτο. Χώρες-μέλη που έχουν πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών μπορούν να ζητήσουν δάνεια ή/και διαχείριση της εθνικής τους οικονομίας. Σε ανταπόδοση, από τις χώρες αυτές απαιτείται συνήθως να προβούν σε μεταρρυθμίσεις π.χ. ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων υπηρεσιών όπως τα συστήματα διανομής ύδρευσης και αποχέτευσης. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις στην ουσία είναι επίπλαστες και απαιτούνται υπό την σκιά δήθεν του εκβιασμού χωρών που διαθέτουν σταθερά επιτόκια οι οποίες θεωρητικά μπορούν να δημιουργήσουν οικονομικές, νομισματικές και πολιτικές πρακτικές που θα οδηγήσουν το σύστημα των αδύναμων οικονομικά χωρών σε κρίση. Για παράδειγμα, χώρες με τεράστια ελλείμματα προϋπολογισμού, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, αυστηρό έλεγχο τιμών, ή ιδιαίτερα υπερτιμημένο ή υποτιμημένο νόμισμα διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν στο μέλλον σοβαρό πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι, τα προγράμματα αυτά έχουν ως στόχο, τουλάχιστον φαινομενικά, περισσότερο να διασφαλίσουν μελλοντικές οικονομικές κρίσεις. Το ΔΝΤ είναι σε γενικές γραμμές απαθές ή και εχθρικό στις απόψεις περί δημοκρατίας, ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων. Η αντιπαράθεση αυτή έχει συμβάλει στη δημιουργία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Μερικοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι το ΔΝΤ δεν έχει αρκετή ισχύ για τον «εκδημοκρατισμό» κυρίαρχων κρατών, αν και αυτό δεν εντάσσεται υποτίθεται, ούτως ή άλλως στους δεδηλωμένους στόχους του, οι οποίοι φαινομενικά είναι μόνο να συμβουλεύει και να προωθεί την οικονομική σταθερότητα. Το κλασικό και προσφάτως έκπτωτο επιχείρημα υπέρ του ΔΝΤ είναι ότι η οικονομική σταθερότητα αποτελεί δήθεν πρόδρομο της δημοκρατίας. Η «οικονομική βοήθεια» που συνήθως παρέχει το ΔΝΤ δίδεται πάντοτε υπό διάφορες προϋποθέσεις (conditionalities), περιλαμβανομένων των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής (Structural Adjustment Programs). Οι προϋποθέσεις αυτές παρεμποδίζουν την κοινωνική σταθερότητα και επομένως και τους δεδηλωμένους στόχους του ΔΝΤ, ενώ τα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής οδηγούν σε αύξηση της φτώχειας στις χώρες που δέχονται τη βοήθεια με αποτέλεσμα εν τέλει τον κατ’ ουσία περιορισμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών που οφείλει μία ευνομούμενη δημοκρατία να παρέχει στους πολίτες της. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς νομισματικού συστήματος και μετουσίωση του καπιταλισμού έχει απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό του ρόλο και προτείνει πολιτικές σταθεροποίησης και ανάπτυξης, χωρίς να μπορεί να διασφαλίσει τη υλοποίησή τους ενώ αδυνατεί να κατανοήσει τη σύγχρονη πραγματικότητα, πεισματικά προσκολλημένο σε ανεπιτυχείς συνταγές του παρελθόντος. Το ΔΝΤ για να διατηρήσει πλέον την ισχύ και τον ρόλο του «χωροφύλακα» των οικονομιών είναι υποχρεωμένο να στραφεί προς τις χώρες της Αφρικής που βρίσκονται ακόμη σε ένδεια. Αντιθέτως, οι ασιατικές οικονομίες όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη από έναν τέτοιον ρόλο αλλά με επίκεντρο την κινεζική οικονομία, προωθούν τη δημιουργία του δικού τους μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών με κέντρο το γουάν (remnibi), ώστε να μην εξωθούνται σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Κατά κανόνα, το ΔΝΤ και οι υποστηρικτές του είναι υπέρμαχοι της κεϋνσιανής προσέγγισης. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι εκείνοι που ανήκουν στη σχολή σκέψης της προσφοράς (supply-side economics) διαφωνούν ανοικτά με το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει συχνά την υποτίμηση νομισμάτων, την οποία η σχολή της προσφοράς θεωρεί ότι αυξάνει τον πληθωρισμό. Επίσης, συνδέουν την υψηλή φορολογία των προγραμμάτων λιτότητας με συρρίκνωση της οικονομίας. Η υποτίμηση του νομίσματος συνιστάται από το ΔΝΤ σε κυβερνήσεις χωρών των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Οι οικονομολόγοι που δίνουν έμφαση στην προσφορά ισχυρίζονται ότι οι κευνσιανές πολιτικές του ΔΝΤ είναι καταστροφικές για την οικονομική ευημερία. Από την άλλη, το ΔΝΤ μερικές φορές υποστηρίζει "προγράμματα λιτότητας", τα οποία συνεπάγονται αύξηση των φόρων ακόμη και όταν η οικονομία είναι αδύνατη, με στόχο να παρέχουν έσοδα στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα προϋπολογισμού, κάτι που είναι αντίθετο με την κευνσιανή πολιτική. Αυτές οι πολιτικές επικρίθηκαν από τον Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς, πρώην οικονομολόγο και αντιπρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο βιβλίο του Globalization and Its Discontents. Ο Στίγκλιτς υποστήριξε ότι, στρεφόμενο σε μια πιο νομισματική προσέγγιση, το ΔΝΤ δεν έχει πλέον έγκυρο στόχο, αφού σχηματίστηκε για να παρέχει κονδύλια σε χώρες για να υλοποιήσουν κευνσιανή αποκατάσταση των πληθωριστικών μεγεθών.
Βάσει άγραφου νόμου, ο Διοικητής του ΔΝΤ είναι πάντοτε από την Ευρώπη και ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Εκτελεστικοί Διευθυντές, οι οποίοι εγκρίνουν τον Διοικητή, ψηφίζονται από τους Υπουργούς Οικονομικών των χωρών που εκπροσωπούν. Ο δεύτερος τη τάξη στην ιεραρχία του ΔΝΤ είναι παραδοσιακά Αμερικάνος. Το ΔΝΤ ελέγχεται ως επί το πλείστον από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, με το βάρος ψήφου στο Εκτελεστικό Συμβούλιο να καθορίζεται από την οικονομική συνεισφορά της κάθε χώρας στον οργανισμό. Σπάνια το Συμβούλιο υπερψηφίζει αποφάσεις που συγκρούονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προεδρεύοντες ΔΝΤ
Ημερομηνίες
Ονόματα
Χώρες
7 Ιουνίου 2004 - 31 Οκτωβρίου 2007
1 Νοεμβρίου 2007 - σήμερα

Ο ρόλος της Παγκόσμιας Τράπεζας στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι
Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει οικονομική και τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες για αναπτυξιακά έργα (π.χ. δρόμοι, γέφυρες, σχολεία) με δεδηλωμένο στόχο τη μείωση της φτώχειας. Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ο Αμερικανός Ρόμπερτ Ζέλικ από την 1η Ιουλίου του 2007.
Αποτελείται από δύο θεσμούς:
Ο οργανισμός συστάθηκε έπειτα από την προαναφερθείσα διάσκεψη στο Μπρέτον Γουντς το 1944. Η Τράπεζα ως το 1968 χορηγούσε δάνεια σε μικρή σχετικά κλίμακα. Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που έλαβε αναπτυξιακή βοήθεια από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τις τελευταίες δεκαετίες η Τράπεζα έχει δεχτεί εντονότατη κριτική από αντιπάλους της παγκοσμιοποίησης και άλλες κοινωνικές ομάδες.
Η IBRD έχει σήμερα 185 κράτη μέλη ενώ ο IDA απαρτίζεται από 168 μέλη. Κάθε μέλος της IBRD μπορεί να είναι και μέλος ταυτόχρονα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF). Η Παγκόσμια Τράπεζα αποτελείται από 184 χώρες μέλη. Τον Όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας αποτελούν: Η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (IBRD). Ο Διεθνής Οργανισμός Ανάπτυξης (IDA). Η πρωτοβουλία για την ανακούφιση του χρέους των Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών (HIPC).
Πολυμερής Πρωτοβουλία Ανακούφισης του Χρέους (MDRI). Ο Οργανισμός Πολυμερούς Ασφάλισης Επενδύσεων (MIGA). Ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης (IFC). Το Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (ICSID).
 Η αποστολή της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι η καταπολέμηση της φτώχειας και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Περισσότερο από το μισό πληθυσμό των αναπτυσσομένων χωρών, 2,8 δις. άτομα, ζουν με λιγότερα από $700 το έτος και από αυτά 1,2 δις. κερδίζουν λιγότερο από $1 τη μέρα.
Τα τελευταία χρόνια η Παγκόσμια Τράπεζα έχει χρησιμοποιήσει σημαντικούς από τους πόρους της σε δραστηριότητες που αναμένεται να έχουν παγκόσμια επιρροή.
Μία από αυτές είναι η ανακούφιση του χρέους των Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών (HIPC).
Η Τράπεζα αποδίδει πρώτιστη σημασία στην καταπολέμηση του AIDS και αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης σχετικών προγραμμάτων. Το ύψος της χρηματοδότησης ξεπερνάει το $1,3 δις, από τα οποία πάνω από τα μισά απευθύνονται στην υπό-Σαχαρική Αφρική.
Επίσης η Παγκόσμια Τράπεζα συνεργάζεται με τις χώρες στις προσπάθειές τους κατά της διαφθοράς και διαθέτει μηχανισμούς για να προστατεύει τα προγράμματα που χρηματοδοτεί η ίδια από τυχόν διαφθορά και απάτη.
Η Ελλάδα αποτελεί ιδρυτικό μέλος από το 1945. Η Ελλάδα ανήκει σε ομάδα χωρών (constituency) με την Ιταλία, Πορτογαλία, Μάλτα, Αλβανία, Άγιο Μαρίνο και Ανατολικό Τιμόρ. Εκτελεστικός Διευθυντής του constituency είναι ο Ιταλός κ Biaggio Bossone, η θητεία του οποίου λήγει στις 31-10-2006. 
Η δράση του Ομίλου της Παγκόσμιας Τράπεζας καλύπτει έξι μείζονες γεωγραφικές περιοχές:
  • Την (Υποσαχάρια) Αφρική
  • Την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό
  • Τη Νότια Ασία
  • Την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία
  • Τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική
  • Τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
Μολονότι η έδρα της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι η Ουάσινγκτον, μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της λαμβάνει χώρα στα κράτη αποδέκτες.
Οι τομείς που καλύπτουν τα projects της Τράπεζας είναι: γεωργία, αλιεία και δασοκομία, δικαιοσύνη και δημόσια διοίκηση, πληροφορική και τηλεπικοινωνίες, εκπαίδευση, χρηματοοικονομικά, υγεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, βιομηχανία και εμπόριο, ενέργεια και μεταλλεία, μεταφορές, ύδατα, δημόσια υγιεινή και προστασία από πλημμύρες.
Το Γραφείο Υποστήριξης Διεθνών Προγραμμάτων σας παρέχει το εγχειρίδιο: Κύκλος Έργου (Project Cycle) και διαγωνιστικές διαδικασίες του Ομίλου της Παγκόσμιας Τράπεζας για το πώς να διεκδικήσετε με επιτυχία συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα (πρόσβαση στο εγχειρίδιο παρέχεται μόνο στους εγγεγραμμένους χρήστες).
To World Bank Group είναι ο μεγαλύτερος φορέας παροχής αναπτυξιακής βοήθειας σε όλον τον κόσμο. Μέσα στο 2001, παρείχε περισσότερα από 17 δισ. δολάρια με τη μορφή δανείων, στις χώρες με τις οποίες συνεργάζεται. Δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 100 αναπτυσσόμενες χώρες, με κύριο στόχο τη βοήθεια προς τις φτωχότερες χώρες και τους κατοίκους τους. Η Παγκόσμια Τράπεζα συνεργάζεται με κυβερνητικούς φορείς, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ιδιωτικούς φορείς για να δημιουργήσει βιώσιμες αναπτυξιακές στρατηγικές. Τα γραφεία που ο φορέας διατηρεί σε όλον τον κόσμο, δικτυώνονται με κυβερνητικούς φορείς και φορείς της κοινωνίας των πολιτών και εργάζονται για να κατανοήσουν τη φύση των αναπτυξιακών προβλημάτων.
Η Παγκόσμια Τράπεζα δίνει ιδιαίτερη σημασία στα εξής:
•           Επένδυση στους ανθρώπους, μέσω βασικής υγείας και εκπαίδευσης
•           Εστίαση στην κοινωνική ανάπτυξη, στη διακυβέρνηση και στην απάλειψη της φτώχειας
•           Ενίσχυση των δυνατοτήτων των κυβερνήσεων, έτσι ώστε αυτές να είναι σε θέση να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες, αποτελεσματικά και μέσω διαφανών διαδικασιών
•           Προστασία του περιβάλλοντος
•           Προώθηση της ατομικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας
•           Προώθηση αλλαγών για τη δημιουργία ενός σταθερού μακρο-οικονομικού περιβάλλοντος, το οποίο ευνοεί τις επενδύσεις και το μακροπρόθεσμο προγραμματισμό.
Η Παγκόσμια Τράπεζα χρηματοδοτεί προγράμματα στους εξής τομείς:
Εκπαίδευση
Από το 1963, έτος που η Παγκόσμια Τράπεζα άρχισε να χρηματοδοτεί εκπαιδευτικά προγράμματα, ο οργανισμός έχει διοχετεύσει περισσότερα από 30 δισ. δολάρια με τη μορφή δανείων και χρηματοδοτήσεων. Αυτήν τη στιγμή, χρηματοδοτεί 164 προγράμματα σε 82 χώρες.
AIDS
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει διοχετεύσει πάνω από 1,7 δισ. δολάρια για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού και για τη μείωση των συνεπειών του.
Προγράμματα Υγείας
Η Παγκόσμια Τράπεζα δεσμεύει κατά μέσο όρο 1,3 δισ. δολάρια κάθε χρόνο για την υλοποίηση προγραμμάτων που αφορούν την υγεία και τη διατροφή στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Ο κανόνας του χρυσού, προπομπός της διάσκεψης του Bretton Woods
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η μεγάλη ανάγκη που υπήρξε για την καθιέρωση ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος για τη διευκόλυνση του διαρκώς αναπτυσσόμενου διεθνούς εμπορίου, οδήγησε στην εκ των πραγμάτων καθιέρωση του κλασικού κανόνα του χρυσού. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, κάθε χώρα καθόρισε μια συγκεκριμένη ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος με τον χρυσό. Το σύστημα αυτό ίσχυσε από την αρχή του 20ού αιώνα έως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν σταδιακά το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε από τις χώρες που το ακολουθούσαν έως τότε. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως τη δεκαετία του 1920 υπήρξε μια διεθνής προσπάθεια για την επαναφορά του συστήματος του κανόνα του χρυσού με πολλά προβλήματα και πολλές δυσλειτουργίες.
Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ καθόρισαν την αντιστοιχία 1 ουγκιάς χρυσού στα 35 δολάρια.
Ωστόσο, με το ξέσπασμα του κραχ του 1929 και της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανθρωπότητα γνώρισε μια περίοδο πολύ μεγάλης νομισματικής αστάθειας με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων που οδηγούσε σε υπερπληθωριστικές τάσεις με φυσικό επακόλουθο τη διαταραχή της νομισματικής σταθερότητας και των εμπορικών συναλλαγών. Έτσι, προς το τέλος του πολέμου (1944), πραγματοποιήθηκε η Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, ευρύτερα γνωστή ως η Διάσκεψη του
Bretton Woods από το ομώνυμο παραθεριστικό θέρετρο της πολιτείας  του Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, όπου παραβρέθηκαν 730 συμμετέχοντες από 45 συμμαχικές χώρες. Εκεί αποφασίστηκε η δημιουργία: Του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το οποίο ουσιαστικά διαδραμάτισε μεταπολεμικά το ρόλο μιας διεθνούς τράπεζας που δάνειζε τις χώρες όταν είχαν προβλήματα διατήρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας τους, παρέχοντας συγχρόνως συμβουλές ή θέτοντας όρους σχετικά με την άσκηση οικονομικής πολιτικής, της Παγκόσμιας Τράπεζας (Π.Τ.) η οποία πρακτικά ανέλαβε την εκπόνηση μελετών, την παροχή συμβουλών και την υλοποίηση προγραμμάτων χρηματοδότησης επενδύσεων κυρίως υποδομών σε αναπτυσσόμενες χώρες, του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, που έγινε γνωστό ως το σύστημα του Bretton Woods και το οποίο ίσχυσε έως το 1971. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε χώρα που συμμετείχε αναλάμβανε την υποχρέωση να ασκήσει τέτοια νομισματική πολιτική που να διατηρεί τη συναλλαγματική της ισοτιμία σταθερή σε μια καθορισμένη τιμή, συν/πλην 1% σε σχέση με το δολάριο, ενώ το δολάριο διατηρούσε σταθερή ισοτιμία με τον χρυσό και ήταν άμεσα μετατρέψιμο σε αυτόν εφόσον το απαιτούσαν οι ξένες κεντρικές τράπεζες. Το σύστημα αυτό διέφερε από το κλασικό σύστημα του κανόνα του χρυσού των αρχών του 20ού αιώνα δηλαδή ότι οι ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν ήταν σταθερές μεν σε σχέση με τον χρυσό, δεν ήταν όμως τα νομίσματά τους απευθείας μετατρέψιμα σε χρυσό. Μετατρεψιμότητα σε χρυσό διατηρούσε μόνο το αμερικάνικο δολάριο στην τιμή των 35 δολαρίων ανά ουγκιά χρυσού. Οι υπόλοιπες χώρες καθόριζαν τις ισοτιμίες τους σε σχέση με τον χρυσό μόνο έμμεσα καθώς υπολόγιζαν τη σχέση εθνικού νομίσματος ανά ουγκιά χρυσού που επιθυμούσαν και όριζαν αντίστοιχα την ισοτιμία τους με το δολάριο.
Το δολάριο έτσι αντικατέστησε στις συναλλαγές τον χρυσό και έγινε το διεθνές αποθεματικό και «παρεμβατικό νόμισμα» για τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι συμμετέχουσες χώρες στο σύστημα ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν την ισοτιμία τους με το δολάριο σταθερή με μικρές μόνο αποκλίσεις της τάξης του 1% από την κεντρική-ορισμένη ισοτιμία. Για να επιτευχθεί η σταθερότητα αναλάμβαναν να αγοράσουν ή να πουλήσουν την απαραίτητη ποσότητα σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα ώστε να βρίσκεται η ισοτιμία τους μέσα στα στενά όρια του +/- 1% από τις κεντρικές ισοτιμίες. Ακόμα, σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι επί μέρους χώρες μπορούσαν αν υπήρχε σχετική νομισματική αναγκαιότητα να προχωρήσουνε σε υποτίμηση του εθνικού τους νομίσματος έως και 10% χωρίς την άδεια αλλά με την επίβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αν υπήρχε αναγκαιότητα για υποτίμηση μεγαλύτερη του 10%, τότε έπρεπε να υπάρχει σχετική έγκριση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το νέο αυτό σύστημα καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το δολάριο κατά την επόμενη δεκαετία του 1950 άρχισε να φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα με τη μορφή της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Ταυτόχρονα όμως οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες την ηγεμονική θέση του δολαρίου, άρχισαν να εμφανίζουν σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους καθώς συντηρούσαν ένα πλαστό επίπεδο υψηλής διαβίωσης πληρώνοντας τις εισαγωγές τους με δολάρια που τύπωναν ανεξέλεγκτα οι ίδιες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ένα αίσθημα νευρικότητας και έρπουσας ανησυχίας για το παρόν και κυρίως το μέλλον του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος. Τα αυξανόμενο ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών σήμαινε ότι όλο και μεγαλύτερη ποσότητα «πληθωριστικών δολαρίων» διοχετεύονταν στο εξωτερικό. Τα ελλείμματα αυτά καθώς συντηρούνταν επί σειρά ετών άρχισαν να δημιουργούν αμφιβολίες στις διεθνείς χρηματαγορές για τη δυνατότητα που είχαν οι ΗΠΑ να μετατρέψουν τα δολάρια σε χρυσό.
Όταν, λοιπόν, ο γάλλος πρόεδρος Ντε Γκολ απαίτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τη μετατροπή δολαρίων σε χρυσό και οι ΗΠΑ με πρόεδρο τον Νίξον αρνήθηκαν να το πράξουν, το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του
Bretton Woods κατέρρευσε (1971) και οι ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά και αμετάκλητα τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Έτσι αρχίζει η νεότερη εποχή των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών στη διάρκεια της οποίας οι ΗΠΑ συνέχισαν να εξάγουν πληθωριστικά δολάρια στον κόσμο με συνέπεια τις πετρελαϊκές κρίσεις και τη μακροχρόνια τάση υποτίμησης του δολαρίου χωρίς να βρεθεί, εντούτοις, ένα νέο σημείο διεθνούς νομισματικής ισορροπίας.

Ο ορθολογικός καπιταλισμός
Ο κυρίαρχος οικονομολογικός μύθος του εικοστού αιώνα ήταν εκείνος του «ορθολογικού καπιταλισμού». Οι δύο οικονομολόγοι που έκαναν τα περισσότερα για να προωθήσουν την ιδέα αυτή, ήταν ο προαναφερθέντας Τζων Μέυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes) και ο Τζόζεφ Σούμπετερ (Joseph Schumpeter). Αμφότεροι αντιδρούσαν στη μεγάλη ιστορική κρίση του καπιταλισμού, που εκδηλώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Μεγάλο Κραχ του Μεσοπολέμου και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον απόηχο της μεγαλύτερης σειράς αγριοτήτων που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, που συνοδευόταν επίσης από την άνοδο μιας εναλλακτικής λύσης στη Σοβιετική Ένωση, ήταν απαραίτητο ο καπιταλισμός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να επανεγκαθιδρυθεί τόσο ιδεολογικά, όσο και υλικά. Σε ότι αφορά την ιδεολογική απαίτηση, οι δύο οικονομολόγοι που συνέβαλαν σε αυτήν αποτελεσματικότερα, ήταν ο Κέυνς και ο Σούμπετερ – όχι μόνο γιατί οι ίδιοι αποτελούσαν την επιτομή των καλυτέρων στοιχείων της αστικής οικονομικής ιδεολογίας, αλλά και επειδή ήταν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αστικής οικονομικής επιστήμης. Με την ανάλυσή τους προσδιόρισαν τα προαπαιτούμενα ενός ορθολογικού καπιταλισμού και την ελπίδα, τουλάχιστον, ότι τα προαπαιτούμενα αυτά θα μπορούσαν να επιτευχθούν.
Ο Κέυνς, με έδρα το Καίημπριτζ της Αγγλίας, ήταν η ενσάρκωση του ορθολογικού καπιταλισμού. Όχι μόνο αντιλαμβανόταν τις αντιφάσεις του συστήματος, αλλά και πίστευε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ορθολογικής διαχείρισης. Αυτό ήταν αληθές σε ότι αφορά τόσο τις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, όσο και τη ρύθμιση των εσωτερικών αντιφάσεων της διαδικασίας συσσώρευσης. Στο βιβλίο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (The Economic Consequences of the Peace, 1919) ασκούσε κριτική στη Συνθήκη των Βερσαλλιών για τις ληστρικές πολεμικές αποζημιώσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν, όπως εκτιμούσε, σε έναν καινούριο παγκόσμιο πόλεμο. Η απάντηση του Κέυνς στο μεγάλο οικονομικό κραχ του Μεσοπολέμου ήταν το μεγάλο προαναφερθέν έργο του: Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, (The General Theory of Employment, Interest and Money, 1936), που κατέρριπτε το Νόμο του Σαίυ. Για πρώτη φορά δόθηκε στην κατεστημένη οικονομική φιλολογία σοβαρή προσοχή στη φύση των δομικών οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού και στο τι μπορούν τα κράτη να κάνουν για να τις αντιμετωπίσουν. Για τον Κέυνς το «κλειδί» ήταν η μεσολάβηση του κράτους, ώστε να εξασφαλίσει επαρκή πραγματική ζήτηση και να εγγυηθεί πλήρη απασχόληση. Όπως σημείωσε και ο Πωλ Σουήζυ στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης πριν περίπου δέκα χρόνια, ο Κέυνς πίστευε επίσης ότι η άνοδος και η επικράτηση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του 1920, θα σήμανε το τέλος της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, μετατρέποντας την παραγωγική επιχείρηση, όπως έλεγε, σε μια «φούσκα πάνω σε μια δίνη κερδοσκοπίας». Καλούσε, λοιπόν, σε «ευθανασία τους ραντιέρηδες». Υποστήριξε το μετριασμό της ελεύθερης αγοράς και έως ένα βαθμό εθνική αυτάρκεια, ως απάντηση στις παγκοσμιοποιητικές επιρροές της εποχής του. Υπήρξε ένας από τους βασικούς «αρχιτέκτονες» του συστήματος του Μπρέττον Γουντς (Bretton Woods), που σχεδιάστηκε για να σταθεροποιήσει το παγκόσμιο εμπόριο και τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά μέσω της δημιουργίας της Γενικής Συμφωνίας για τους Δασμούς και το Εμπόριο (General Agreement on Tariffs and Trade -GATT), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Εν γένει ο κευνσιανισμός θεωρείται ότι στρεφόταν προς τη σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας ως εκδηλώσεις της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Έμοιαζε να προοιωνίζεται μια μεταρρύθμιση, που βασιζόταν σε έναν πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Στην αρχή της περιόδου του μεγάλου κραχ του 1930, ο Κέυνς είχε συγγράψει ένα δοκίμιο με τίτλο «Οι οικονομικές δυνατότητες των εγγονών μας», στο οποίο δήλωνε ότι το οικονομικό πρόβλημα, υπό την έννοια της ικανοποίησης των αναγκών επιβίωσης των πάντων, θα μπορούσε να λυθεί στις πλούσιες κοινωνίες σε εκατό χρόνια. Το θέμα τότε θα ήταν το πώς θα αντιμετωπίζαμε τον ελεύθερο χρόνο, καθώς η εργάσιμη εβδομάδα θα περιοριζόταν σε τρεις ώρες την ημέρα, σύνολο δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα. Στο σημείο αυτό –ισχυριζόταν– θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας καινούριος ηθικός κώδικας, ώστε να «βγάλει την ανθρωπότητα από τη σήραγγα της οικονομικής αναγκαιότητας στο φως». Μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, όμως, ο κόσμος θα έπρεπε να ανεχτεί έναν αλλοτριωμένο ηθικό κώδικα, κατά τον οποίο «το δίκαιο είναι άδικο και το άδικο δίκαιο», σε έναν κώδικα, δηλαδή, που βασίζεται στην απληστία και στην εκμετάλλευση, που σχετίζεται με τη συνεχή και αδιάλειπτη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Ο Σούμπετερ, με βάση το Χάρβαρντ των ΗΠΑ, υπήρξε μια πιο συντηρητική φυσιογνωμία και ήταν αντίθετος στον κευνσιανισμό και τον Κέυνς. Προώθησε την ιδέα του ορθολογικού επιχειρηματία ως ουσία του καπιταλισμού, επιμένοντας ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των μονοπωλίων/ολιγοπωλίων, παρότι αναπόφευκτη, θα μπορούσε να οδηγήσει τελικά στο θάνατο του καπιταλισμού. Αντιπαρατέθηκε στις ιδέες περί δομικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, εφαρμόζοντας τη θεωρία των μακρών κύκλων –του πεντηκονταετούς κύκλου Κοντράτιεφ– για να εξηγήσει λογικά τη μακρά κάμψη που συσχετίσθηκε με το μεγάλο κραχ. Ο Σούμπετερ είχε θεμελιώδεις αντιρρήσεις με τα όσα υποστήριζε ο Άλβιν Χάνσεν (Alvin Hansen), ο επιφανέστερος Αμερικανός υποστηρικτής του Κέυνς, ο οποίος έλεγε ότι ο καπιταλισμός έτεινε προς την οικονομική στασιμότητα για οικονομικούς λόγους. Τα προβλήματα του καπιταλισμού, κατά τον Σούμπετερ, ήταν κοινωνιολογικά: το τέλος των απαραίτητων εξωτερικών συνθηκών για την ελεύθερη ανάπτυξη της επιχειρηματικής λειτουργίας. Σε ένα κεφάλαιο για τα «τείχη που καταρρέουν», στο σπουδαίο του έργο, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία (Capitalism, Socialism and Democracy, 1942) εξήγησε το πώς η «απο-υλοποιημένη, στερημένη λειτουργικότητας και απούσα ιδιοκτησία» μαζί με την «εκμηχάνιση της προόδου» υπό την κυριαρχία του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, αφαίρεσε τη ζωντάνια από την επιχειρηματικότητα, υπονομεύοντας τη ζωτική της λειτουργία και μαζί με αυτήν και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

Η σχέση των οικονομικών θεωριών με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και τη σημερινή οικονομική κρίση
Πολλοί θεωρούν ότι η πρωταρχική αιτία της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού έπειτα από την κατάρρευση της κυριαρχίας των κεϋνσιανών οικονομολόγων το 1979. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα οι οικονομίες βρίσκονται σε κρίση λόγω της ύπαρξης εμποδίων για την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Τα εμπόδια προήλθαν κυρίως από το κράτος των κεϋνσιανών οπαδών, του παρεμβατισμού, της ανακατανομής αλλά και τις επεκτατικές πολιτικές που παραμορφώνουν τα στοιχεία της αγοράς. Η λύση, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη σκέψη είναι η απόσυρση του κράτους από την οικονομία και η επανεγκατάσταση της ανεμπόδιστης λειτουργίας της αγοράς. Ο νεοφιλελευθερισμός διέδωσε περαιτέρω ότι η λειτουργία του οικονομικού συστήματος πρέπει να ελευθερωθεί από τον κρατικό παρεμβατισμό και να αφεθεί στην ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς ενώ το επιτόκιο πρέπει να καθορίζεται με ανταγωνιστικό τρόπο. Επιπλέον, η απόσυρση του κράτους από την οικονομία απαίτησε την ιδιωτικοποίηση όλων των δραστηριοτήτων και των επιχειρήσεων που ήταν κρατικές και κατευθυνόμενες, τον περιορισμό όλων των κρατικών κανονισμών και εγγυήσεων για τα δικαιώματα των ιδιοκτησιών, το άνοιγμα των οικονομιών για να φιλελευθεροποιήσει το διεθνές εμπόριο, τις κύριες μετακινήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού αγοράς της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νομισμάτων και τέλος την κατάργηση του προστατευτισμού.
Ο πρόεδρος Reagan και η πρωθυπουργός Thatcher ήταν οι πρωταρχικοί οδηγοί της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας στη δεκαετία του 80’. Εντούτοις, υπάρχει μία διαδεδομένη συζήτηση σχετικά με το εάν η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία προώθησε την ανάπτυξη ή την εμπόδισε, ειδικά μετά την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση στα μέσα του 2007. Αυτή τη στιγμή πολλοί συμφωνούν ότι η συναίνεση της Ουάσιγκτον και η νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία της ήταν μια συνολική αποτυχία. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία οδήγησε σε συνεχόμενες κρίσεις και στην εξασθένηση πολλών αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Η οικονομική κρίση που προκλήθηκε από την υπερβολική πλεονεξία και την κερδοσκοπία, καθώς και η εικονική απουσία οποιασδήποτε σημαντικής ρυθμιστικής επέμβασης απέδειξαν ότι η οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν έχει κανένα μηχανισμό ο οποίος να διορθώνει μόνος του τις ατέλειες του συστήματος. Στην παρούσα συγκυρία και υπό αυτές τις οικονομικές συνθήκες, δηλαδή ενός κλασσικού παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η κεϋνσιανική οικονομική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι οι αγορές δεν έχουν κανένα αυτόματο μηχανισμό ώστε να διορθώσουν έστω βραχυπρόθεσμα τις ατέλειες τους είναι αδιαμφισβήτητα αξιόπιστη δεδομένου ότι ίσχυε από τη δεκαετία του 1930 και ύστερα. Υπό αυτή την έννοια προέκυψε η σύγχρονη οικονομική θεωρία που ονομάζεται «νεοκενσϋανισμός» που επί της ουσίας αφορά στην νεοκλασική σύνθεση που προσπαθεί να συνδυάσει τις βασικές ιδέες των κενσυανιστών με αυτές των κλασσικών οικονομολόγων. Ο πυρήνας της νέας αυτής σύνθεσης είναι η άποψη ότι η οικονομία είναι ένα δυναμικό γενικό σύστημα ισορροπίας το οποίο βραχυπρόθεσμα παρεκκλίνει από την αποδοτική κατανομή των πόρων, λόγω των σταθερών τιμών αλλά και ίσως ποικίλλων άλλων ατελειών της αγοράς. Από πολλές απόψεις, αυτή η νέα σύνθεση διαμορφώνει τη βάση για την ανάλυση της νομισματικής πολιτικής της Federal Reserve και άλλων κεντρικών τραπεζών σε ολόκληρο τον κόσμο με τις όποιες συνέπειες αυτή μπορεί να έχει στις εθνικές οικονομίες και κατ’ επέκταση στην εκμετάλλευση και διαχείριση των φυσικών πόρων.
Το 2006 έκθεση του ΔΝΤ που εκπονήθηκε για την κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα, μέσω υποδείξεων και συμβουλών προς την τότε Ελληνική κυβέρνηση, με σκοπό την  ιδιωτικοποίηση δημοσίων οργανισμών ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για τον γενικότερο έλεγχο των εθνικών οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο:  «Η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου που φαίνεται να αποδίδει καρπούς είναι ευπρόσδεκτη. Οι κλάδοι δικτύων (κοινής ωφέλειας) απελευθερώνονται, αλλά η σύγκλιση με τους κανόνες της ΕΕ θα πρέπει να επιταχυνθεί.», «Τα μέτρα για την ενίσχυση της απόδοσης των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ) είναι ευπρόσδεκτα. Η εισαγωγή όρων του ιδιωτικού τομέα όσον αφορά την απασχόληση (αν και μόνο για τους νέους υπαλλήλους),  βελτίωσε τη διαχείριση, και η υποβολή ετήσιων επιχειρηματικών σχεδίων θα πρέπει διαχρονικά να αυξήσει την παραγωγικότητα και να μειώσει την εξάρτηση των ΔΕΚΟ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Παραπέρα αποκρατικοποιήσεις, η πρόσφατη πώληση μεριδίου μετοχών του Δημοσίου στον ΟΤΕ και τριών τραπεζών, είναι επίσης ευπρόσδεκτες. Αυτή η πολιτική θα πρέπει να συνεχιστεί καθώς και να ιδιωτικοποιηθούν εκείνες οι ΔΕΚΟ που  έχουν εμπορικές δραστηριότητες.», «Επίσης,  η αρχική επιφυλακτική αντίδραση από ορισμένες πλευρές στην ανακοίνωση της αναθεώρησης, υποδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της αξιοπιστίας της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, ιδιαίτερα με την ανεξαρτητοποίησή της.»

Επιμύθιο: Αντιδράσεις και κινήματα κατά της πολιτικής του ΔΝΤ και της ΠΤ που δημιουργήθηκαν ως ακτίνες φωτός ελπίδας ενάντια στην εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του πόσιμου νερού και εν γένει των παγκόσμιων φυσικών πόρων
Στις δεκαετίες του 1980 και 1990, η ΠΤ και το ΔΝΤ επικρίθηκαν για τη συμβολή τους σε οικολογικούς αφανισμούς οικονομικά φτωχών, αλλά πλούσιων σε φυσικές πηγές, χωρών οι οποίες δέχτηκαν από τους εν λόγω οργανισμούς συμβουλές και οικονομική στήριξη. Ειδικότερα η ΠΤ στηλιτεύτηκε για χρηματοδότηση έργων που είχαν αποτέλεσμα μαζική οικολογική καταστροφή. Η ίδια στηλίτευση είχε στόχο και το ΔΝΤ, ισχυριζόμενη ότι ο ρόλος του στην καταστροφή του περιβάλλοντος ήταν συνάρτηση των μέτρων που ελήφθησαν στα φτωχά έθνη για γρήγορη αποπληρωμή βραχυπρόθεσμων δανείων με αποτέλεσμα ότι αυτά τα δάνεια δημιουργήθηκαν για να σταθεροποιήσουν τις συγκεκριμένες ναυαγημένες οικονομίες. Οι αποδοκιμασίες διατείνονταν ότι τα φτωχά κράτη σπατάλησαν τις πηγές τους στην προσπάθεια τους να αποπληρώσουν τα ανωτέρω δάνεια προς το ΔΝΤ. Συγκεκριμένα στις αρχές του 1990 αναπτύχθηκαν και στοιχειοθετήθηκαν τρεις βασικές καταγγελίες από περιβαλλοντικές ομάδες κατά της ΠΤ που την θεώρησαν υπαίτιο για τις επιπτώσεις της καταστροφής του παγκόσμιου περιβάλλοντος. Οι εν λόγω τρεις βασικές καταγγελίες κατά της ΠΤ ήταν οι εξής: 1. Ότι η ΠΤ χρηματοδοτούσε συστηματικά έργα που συνεισέφεραν σε μαζική περιβαλλοντική καταστροφή, 2. Ότι τα χρηματοδοτούμενα από την ΠΤ έργα προήγαγαν τα συμφέροντα των οικονομικά δυνατών χωρών έναντι των συμφερόντων των υπό ανάπτυξη φτωχών χωρών, 3. Ότι τα χρηματοδοτούμενα υπό την ΠΤ έργα επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση των αγροτικών πληθυσμών στις υπό ανάπτυξη χώρες. Το 1994 το πρώτο επίσημο παράπονο που εγέρθηκε και διατυπώθηκε κατά επιτροπής επιθεωρητών για επικείμενο πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΠΤ ήταν από την συμμαχία τοπικών και ξένων ομάδων που συστάθηκε εναντίων του σχεδιασμού μελλοντικού έργου που αφορούσε στην κατασκευή του φράγματος Arun III στο Νεπάλ. Η εν λόγω επιτροπή επιθεωρητών δημιουργήθηκε από την ΠΤ το 1993 προκειμένου να απαντήσει στις περιβαλλοντικές ανησυχίες των ντόπιων πολιτών σχετικά με τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα της ΠΤ. Έχει πραγματικά ενδιαφέρον για το πώς τελικά η ΠΤ αποσύρθηκε από την υλοποίηση του ανωτέρω έργου μετά από σειρά εθνικών και διεθνών αντιδράσεων που σκοπό είχαν την ματαίωση του. Η ΠΤ απέσυρε τελικά το πρόγραμμα της για την κατασκευή του φράγματος του Arun III το 1995.

Η υπόθεση του φράγματος Arun III στο Νεπάλ
Η Παγκόσμια Τράπεζα πρότεινε την κατασκευή του υδροηλεκτρικού έργου Arun III που καταγγέλθηκε και εναντιώθηκε από περιβαλλοντολόγους και τοπικούς πληθυσμούς κατηγορώντας την ΠΤ ότι με το εν λόγω έργο τίθεται σε κίνδυνο «ένας μοναδικός και περιβαλλοντικός θησαυρός» του Νεπάλ. Σε μαρτυρική κατάθεση τους ενώπιον επιτροπής της γερουσίας των ΗΠΑ τόνισαν ότι η προτεινόμενη για το έργο περιοχή είναι ένα «απομονωμένο, βιολογικά πλούσιο και εθνικά ποικίλο οροπέδιο» που βρίσκεται σε ένα από τα τελευταία παρθένα δάση των Ιμαλάϊων. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι η όποια δημόσια ανάμιξη από κρατικούς φορείς του Νεπάλ – σε τοπικό και εθνικό επίπεδο – δεν υπήρξε γιατί η ΠΤ απέκρυψε κρίσιμες τεχνικές πληροφορίες του έργου από τα κόμματα. Η ΠΤ παραδέχθηκε ότι το φράγμα θα μπορούσε «να φέρει γρήγορες και μη αντιστρεπτές αλλαγές στην περιοχή» που θα περιλάμβαναν «δριμεία διάβρωση του εδάφους, διάσπαση ποταμών, πλημμύρες, ολίσθηση κομματιών γης, και μείωση του πλούσιου οικοσυστήματος του οροπεδίου». Επίσης επεσήμαναν ότι το έργο αναμένονταν να έχει «σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον» της περιοχής του Arun Basin πατρίδα περισσότερων από 450.000 κατοίκων που εκπροσωπούν δέκα ομάδες εθνοτήτων. Αυτές οι ανησυχίες καθώς και η έλλειψη της κρατικής παρέμβασης στην διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης του έργου εγέρθηκαν από ένα μη κερδοσκοπικό οργανισμό που συστάθηκε για αυτόν το σκοπό, με την ονομασία Arun Concerned Group, μετά από ζήτηση του εν λόγω οργανισμού για επιθεώρηση του εν λόγω εγχειρήματος από ειδική επιτροπή της ΠΤ στις 24 Οκτωβρίου του 1994.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου